I. un·glaub·wür·dig [ˈʊnglaupvʏrdɪç] ΕΠΊΘ
- unglaubwürdig
-
- unglaubwürdig
-
-
- unglaubwürdig τυπικ
-
- unglaubwürdig
-
- unglaubwürdig
-
- unglaubwürdig
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.