στο λεξικό PONS
I. ˈfull-time αμετάβλ ΕΠΊΘ
voll·be·schäf·tigt ΕΠΊΘ
I. haupt·be·ruf·lich ΕΠΊΘ
Voll·zeit·ar·beits·kraft ΟΥΣ θηλ
Voll·zeit·be·schäf·tig·te(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Haupterwerbslandwirt ΟΥΣ
Vollzeitstudium ΟΥΣ
- Vollzeitstudium ουδ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
full-time employee ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
full-time farmer ΟΥΣ
full-time farming ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.