auto·mati·cal·ly [ˌɔ:təˈmætɪkəli, αμερικ ˌɑ:t̬əˈmæt̬ɪk-] ΕΠΊΡΡ
1. automatically:
2. automatically (without thinking):
- automatically
-
3. automatically (inevitably):
- automatically
-
- automatically
-
-
- automatically
-
- fully automatically
- sich αιτ [automatisch] ausschalten
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.