στο λεξικό PONS
au·to·ma·tisch [autoˈma:tɪʃ] ΕΠΊΘ
- automatisch
-
- sich αιτ [automatisch] ausschalten
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
- automatisch gesteuerte Signalregelung ΕΠΙΚΟΙΝ, ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ, ΥΠΟΔΟΜΉ
-
-
- automatisch gesteuerte Signalregelung
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- die Einschaltung der Alarmanlage erfolgt automatisch
- das Abonnement verlängert sich automatisch um ein weiteres Jahr