στο λεξικό PONS
Ka·nal <-s, Kanäle> [kaˈna:l, πλ kaˈnɛlə] ΟΥΣ αρσ
1. Kanal ΝΑΥΣ, ΜΕΤΑΦΟΡΈς (Binnenschifffahrtsweg):
- Kanal
-
2. Kanal (Abwasserkanal):
- Kanal
-
4. Kanal ΡΑΔΙΟΦ, TV, ΤΗΛ (Frequenzbereich):
5. Kanal πλ (Wege):
-
- Kanal αρσ <-s, Ka·nä̱·le>
-
- Kanal αρσ <-s, Ka·nä̱·le>
-
- Kanal αρσ <-s, Ka·nä̱·le>
-
- Kanal αρσ <-s, Ka·nä̱·le>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.