στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. exclusive [βρετ ɪkˈskluːsɪv, ɛkˈskluːsɪv, αμερικ ɪkˈsklusɪv] ΕΠΊΘ
1. exclusive:
2. exclusive:
3. exclusive ΕΜΠΌΡ:
στο λεξικό PONS
I. exclusive [ɪks·ˈklu:·sɪv] ΕΠΊΘ
II. exclusive [ɪks·ˈklu:·sɪv] ΟΥΣ
- exclusive
- esclusiva θηλ
- esclusivo (-a)
- exclusive
-
- exclusive distributor
-
- exclusive
- dare l'esclusiva a qu (di intervista)
-
-
- exclusive
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.