στο λεξικό PONS
ˈout·let ΟΥΣ
1. outlet for water:
2. outlet ΑΥΤΟΚ, ΤΕΧΝΟΛ:
-
- Abluftstutzen αρσ
3. outlet (means of expression):
4. outlet (store):
5. outlet ΜΜΕ:
6. outlet (market):
ˈre·tail out·let ΟΥΣ
ˈsales out·let ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
network of outlets ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Stützpunktnetz ουδ
outlet ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Stützpunkt αρσ
foreign outlet ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
-
- Auslandsstelle θηλ
outlet abroad ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
-
- Auslandsstelle θηλ
sales outlet ΟΥΣ handel
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
super store βρετ, outlet store αμερικ ΟΥΣ
-
- Verbrauchermarkt (Markt mit mindestens 2.700 qm Verkaufsfläche und Parkplätzen in Stadtrandlage)
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
gas outlet ΟΥΣ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.