στο λεξικό PONS
I. abode [əˈbəʊd, αμερικ əˈboʊd] ΟΥΣ
1. abode τυπικ χιουμ (home):
- abode
-
II. abode [əˈbəʊd, αμερικ əˈboʊd] ΡΉΜΑ αμετάβ απαρχ
abode παρελθ, μετ παρακειμ of abide
I. abide <abided [or απαρχ abode], abided> [əˈbaɪd] ΡΉΜΑ μεταβ usu αρνητ
I. abide <abided [or απαρχ abode], abided> [əˈbaɪd] ΡΉΜΑ μεταβ usu αρνητ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.