στο λεξικό PONS
sott [zɔt]
sott παρατατ von sieden
sie·den <siedet, siedete [o. sott], Perfekt bes. : gesiedet, Passiv, προσδιορ bes. : gesotten> [ˈzi:dn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ
Sor·te <-, -n> [ˈzɔrtə] ΟΥΣ θηλ
1. Sorte (Art):
3. Sorte οικ:
Sor·ge <-, -n> [ˈzɔrgə] ΟΥΣ θηλ
1. Sorge (Gefühl der Unruhe):
Sport <-[e]s, -e> [ʃpɔrt] ΟΥΣ αρσ πλ selten
4. Sport (Zeitvertreib):
Hort <-[e]s, -e> [hɔrt] ΟΥΣ αρσ
1. Hort (Kinderhort):
2. Hort τυπικ (Zufluchtsort):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Short Butterfly Spread ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
short ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Som ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Mindestreserve-Soll ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Linzer Torte ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Lendenschnitte auf portugiesische Art ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Cannelloni auf Nizzaer Art ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Kalbsrücken nach Kartäuser Art ΟΥΣ αρσ ΜΑΓΕΙΡ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
erwarteter Wert ΠΡΟΤΥΠΟΠ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.