στο λεξικό PONS
Spu·ren·si·che·rung <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ
1. Spurensicherung:
2. Spurensicherung (Abteilung, Labor):
Justizprüfungsamt, JPA ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Spin-Off ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Spot Market ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Spot-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
SPI ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Pay-through-Struktur ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Über-pari-Rückzahlungskurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Spur
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
