Spuk <-[e]s, -e> [ʃpu:k] ΟΥΣ αρσ
1. Spuk (Geistererscheinung):
- Spuk
-
- Spuk
- spook οικ
2. Spuk (schreckliches Erlebnis):
- Spuk
-
spu·ken [ˈʃpu:kn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ απρόσ ρήμα
| es | spukt |
|---|
| es | spukte |
|---|
| es | hat | gespukt |
|---|
| es | hatte | gespukt |
|---|
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.