στο λεξικό PONS
-
- Rezession θηλ
-
- Rezession θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Rezession ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Rezession (anhaltende wirtschaftliche Abschwächung)
-
-
- Rezession θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.