στο λεξικό PONS
I. be·trof·fen ΜΌΡ
betroffen → betreffen
II. be·trof·fen ΕΠΊΘ
be·tref·fen* ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ
1. betreffen (angehen):
be·tref·fen* ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ
1. betreffen (angehen):
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- nicht betroffen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.