στο λεξικό PONS
Mah·nung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Mahnung (mahnende Äußerung):
2. Mahnung τυπικ (warnende Erinnerung):
-
- letzte Mahnung [o. Zahlungsaufforderung]
-
- Mahnung θηλ <-, -en>
-
- Mahnung θηλ <-, -en>
-
- Mahnung θηλ <-, -en>
-
- Mahnung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.