Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
sustainable [βρετ səˈsteɪnəb(ə)l, αμερικ səˈsteɪnəb(ə)l] ΕΠΊΘ
1. sustainable ΟΙΚΟΛ:
- sustainable development, forestry
-
- sustainable resource
-
2. sustainable ΟΙΚΟΝ:
- sustainable growth
-
-
- sustainable development
-
- sustainable development
στο λεξικό PONS
sustainable ΕΠΊΘ
1. sustainable (maintainable):
2. sustainable ΟΙΚΟΛ:
- sustainable resources
-
- sustainable development
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.