στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
sustainable [βρετ səˈsteɪnəb(ə)l, αμερικ səˈsteɪnəb(ə)l] ΕΠΊΘ
1. sustainable (in ecology):
- sustainable development, forestry
-
- sustainable resource
-
2. sustainable ΟΙΚΟΝ:
- sustainable growth
-
στο λεξικό PONS
sustainable [sə·ˈsteɪ·nə·bl] ΕΠΊΘ
- sustainable
-
-
- sustainable development
-
- sustainable development
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.