knack·ered [ˈnækəd] ΕΠΊΘ κατηγορ βρετ, αυστραλ οικ
knack·er [ˈnækəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
2. knacker (salvager):
4. knacker ιδιωμ dated (harnessmaker):
-
- knackered βρετ αργκ
-
- βρετ a. knackered πολύ οικ!
-
- βρετ οικ a. knackered
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.