knack·er·ing [ˈnækərɪŋ] ΕΠΊΘ προσδιορ βρετ οικ
- knackering
-
knack·er [ˈnækəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
2. knacker (salvager):
4. knacker ιδιωμ dated (harnessmaker):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.