I. spie·le·risch ΕΠΊΘ
1. spielerisch (unbekümmert):
2. spielerisch ΑΘΛ (durch Spieler erbracht):
- spielerisches/schauspielerisches Können
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.