στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. scope [βρετ skəʊp, αμερικ skoʊp] ΟΥΣ
1. scope (opportunity):
2. scope (range, extent):
3. scope (capacity):
4. scope ΓΛΩΣΣ:
- scope
-
στο λεξικό PONS
scope [skoʊp] ΟΥΣ
1. scope (range):
- scope
- ambito αρσ
2. scope (possibilities):
- scope
-
- tremendous crowd, scope
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.