I. un·ge·nutzt [ˈʊngənʊtst], un·ge·nützt [ˈʊngənʏtst] ΕΠΊΘ
- eine Gelegenheit ungenutzt vorbeilassen
-
- keine Gelegenheit ungenutzt vorbeigehen lassen μτφ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- keine Gelegenheit ungenutzt vorbeigehen lassen μτφ
- eine Chance ungenutzt verstreichen lassen [o. vorübergehen]