sim·ul·ta·neous·ly [ˌsɪməlˈteɪniəsli, αμερικ ˌsaɪməlˈteɪnjəs-] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
- simultaneously
- gleichzeitig ειδικ ορολ
- simultaneously
- simultan τυπικ
-
- simultaneously
-
- simultaneously
-
- simultaneously
-
- simultaneously
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.