στο λεξικό PONS
I. knapp <knapper, am knapp(e)sten> [knap] ΕΠΊΘ
1. knapp (gering):
3. knapp (noch genügend):
4. knapp (nicht ganz):
II. knapp <knapper, am knapp(e)sten> [knap] ΕΠΊΡΡ
1. knapp (mäßig):
Kas·se <-, -n> [ˈkasə] ΟΥΣ θηλ
1. Kasse (Zahlstelle):
3. Kasse (Registrierkasse):
4. Kasse οικ (Sparbank):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
knapp behauptet phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.