I. um·ständ·lich [ˈʊmʃtɛntlɪç] ΕΠΊΘ
1. umständlich (weitschweifig):
2. umständlich (mit großem Aufwand verbunden):
II. um·ständ·lich [ˈʊmʃtɛntlɪç] ΕΠΊΡΡ
1. umständlich (weitschweifig):
2. umständlich (mühselig und aufwändig):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.