στο λεξικό PONS
Kar·ten·vor·ver·kauf <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ αρσ
Mas·sen·ver·kauf <-(e)s, -käufe> ΟΥΣ αρσ
1. Massenverkauf ΕΜΠΌΡ:
2. Massenverkauf ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
Wa·ren·ver·kaufs·buch <-(e)s, -bücher> ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Ak·ti·en·ver·kauf ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
De·vi·sen·ver·kauf ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Stra·ßen·ver·kauf <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
Ter·min·ver·kauf <-(e)s, -käufe> ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Anlagenverkauf ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
verkaufte Verkaufsoption phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Aktienoptionsverkauf ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Gesamtbruttoverkauf ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
Unternehmensverkauf ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Notverkauf ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
Produktverkauf ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Nachrichtenverkehr ΕΠΙΚΟΙΝ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.