στο λεξικό PONS
I. wüst <wüster, am wüstesten> [vy:st] ΕΠΊΘ
1. wüst (öde):
2. wüst μτφ (wild, derb):
Wust2 <-> [vʊst] ΟΥΣ θηλ kein πλ CH
Wust ακρώνυμο: Warenumsatzsteuer, ακρώνυμο: Umsatzsteuer
Umsatzsteuer ΟΥΣ θηλ ΦΟΡΟΛ
Wa·ren·um·satz·steu·er <-, -n> ΟΥΣ θηλ CH (Mehrwertsteuer)
Um·satz·steu·er <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
- Wüste θηλ <-, -n>
-
- Wüste θηλ <-, -n>
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.