στο λεξικό PONS
Kün·di·gungs·frist <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Kündigungsfrist ΟΥΣ
- Kündigungsfrist θηλ
-
- Kündigungsfrist θηλ
-
- Spareinlagen mit gesetzlicher/vereinbarter Kündigungsfrist
-
- gesetzliche Kündigungsfrist
-
-
- Kündigungsfrist θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.