στο λεξικό PONS
Kün·di·gungs·recht <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- Kündigungsrecht
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Kündigungsrecht ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Kündigungsrecht (eines Kreditgebers)
-
- Kündigungsrecht (eines Kreditgebers)
-
Kündigungsrecht ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Kündigungsrecht (eines Mitarbeiters oder Arbeitgebers)
-
-
- Kündigungsrecht ουδ
-
- Kündigungsrecht ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.