στο λεξικό PONS
ˈflight con·trol·ler ΟΥΣ
- air-traffic [or flight]controller
-
- Fluglotse (-lot·sin)
-
con·trol·ler [kənˈtrəʊləʳ, αμερικ -ˈtroʊlɚ] ΟΥΣ
1. controller:
2. controller ΤΕΧΝΟΛ:
3. controller ΑΕΡΟ:
- air-traffic [or flight]controller
-
4. controller αμερικ:
- controller ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
flight1 [flaɪt] ΟΥΣ
1. flight ενικ:
2. flight:
3. flight (journey):
4. flight + ενικ/pl ρήμα (group):
5. flight (series):
6. flight also χιουμ (whim):
7. flight ΑΘΛ:
- flight in darts
- Befiederung θηλ
controller ΟΥΣ
-
- Kontroller (m)
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
controller ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
controller ΕΠΙΚΟΙΝ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- flick out
- flick over
- flick through
- flier
- flies
- flight controller
- flight deck
- flight engineer
- flight feather
- flightily
- flightiness