στο λεξικό PONS


I. heiß [hais] ΕΠΊΘ
1. heiß (sehr warm):
2. heiß (heftig):
8. heiß προσδιορ οικ (aussichtsreich):
II. heiß [hais] ΕΠΊΡΡ
1. heiß (sehr warm):
2. heiß (innig):
3. heiß (erbittert):
heiß um·strit·ten, heiß·um·strit·ten ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.