στο λεξικό PONS


Geld <-[e]s, -er> [gɛlt, πλ ˈgɛldɐ] ΟΥΣ ουδ
1. Geld kein πλ (Zahlungsmittel):
3. Geld meist πλ (Mittel):
ιδιωτισμοί:
I. heiß [hais] ΕΠΊΘ
1. heiß (sehr warm):
2. heiß (heftig):
8. heiß προσδιορ οικ (aussichtsreich):
II. heiß [hais] ΕΠΊΡΡ
1. heiß (sehr warm):
2. heiß (innig):
3. heiß (erbittert):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.