στο λεξικό PONS
 
  
 I. kalt <kälter, kälteste> [kalt] ΕΠΊΘ
II. kalt <kälter, kälteste> [kalt] ΕΠΊΡΡ
1. kalt (mit kaltem Wasser):
2. kalt (in einem ungeheizten Raum):
5. kalt (ungerührt):
 
  
 Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
