hove [həʊv, αμερικ hoʊv] ΡΉΜΑ αμετάβ
hove ΝΑΥΣ παρελθ, μετ παρακειμ of heave
I. heave [hi:v] ΟΥΣ
2. heave (up and down movement):
3. heave ΓΕΩΛ:
4. heave μτφ (great effort):
II. heave [hi:v] ΡΉΜΑ μεταβ
1. heave (move):
III. heave [hi:v] ΡΉΜΑ αμετάβ
2. heave (move):
I. heave [hi:v] ΟΥΣ
2. heave (up and down movement):
3. heave ΓΕΩΛ:
4. heave μτφ (great effort):
II. heave [hi:v] ΡΉΜΑ μεταβ
1. heave (move):
III. heave [hi:v] ΡΉΜΑ αμετάβ
2. heave (move):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.