Oxford Spanish Dictionary
hove [αμερικ hoʊv, βρετ həʊv] παρελθ & παρελθ part heave
I. heave [αμερικ hiv, βρετ hiːv] ΡΉΜΑ μεταβ
1.1. heave (move with effort):
II. heave [αμερικ hiv, βρετ hiːv] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. heave (pull):
2.1. heave (rise and fall):
2.2. heave <heaving, μετ ενεστ >:
III. heave [αμερικ hiv, βρετ hiːv] ΟΥΣ
1. heave:
I. heave [αμερικ hiv, βρετ hiːv] ΡΉΜΑ μεταβ
1.1. heave (move with effort):
II. heave [αμερικ hiv, βρετ hiːv] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. heave (pull):
2.1. heave (rise and fall):
2.2. heave <heaving, μετ ενεστ >:
III. heave [αμερικ hiv, βρετ hiːv] ΟΥΣ
1. heave:
I. heave-ho [αμερικ hivˈhoʊ, βρετ hiːvˈhəʊ] ΟΥΣ
- mightily heave/shove/hurl
-
στο λεξικό PONS
hove [həʊv, αμερικ hoʊv] ΡΉΜΑ αμετάβ
hove μετ παρακειμ of heave
I. heave [hi:v] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. heave [hi:v] ΡΉΜΑ μεταβ
I. heave [hi:v] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. heave [hi:v] ΡΉΜΑ μεταβ
hove [hoʊv] ΡΉΜΑ αμετάβ
hove ΝΑΥΣ μετ παρακειμ of heave
I. heave [hiv] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. heave [hiv] ΡΉΜΑ μεταβ
I. heave [hiv] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. heave [hiv] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.