στο λεξικό PONS
same-day ˈset·tle·ment ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
day [deɪ] ΟΥΣ
1. day (24 hours):
2. day ΟΙΚΟΝ (work period):
3. day (not night):
4. day (former time):
5. day no pl (present):
6. day (life):
7. day (special date):
ιδιωτισμοί:
I. same [seɪm] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
II. same [seɪm] ΑΝΤΩΝ
III. same [seɪm] ΕΠΊΡΡ
set·tle·ment [ˈsetl̩mənt, αμερικ ˈset̬-] ΟΥΣ
1. settlement:
2. settlement ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΟΙΚΟΝ:
3. settlement (conclusion):
-  settlement of business
 -  
 
4. settlement:
5. settlement no pl (subsidence):
6. settlement ΝΟΜ (passing land to trustees):
day ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
same-day-settlement ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
settlement ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
settlement ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
settlement ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
settlement ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-  
 -  Settlement ουδ
 
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
day
settlement
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- sal volatile
 - SAM
 - SAMA
 - samara
 - Samaritan
 - same-day settlement
 - same-day-settlement
 - sameness
 - same-old
 - same-sex union
 - samey