στο λεξικό PONS
I. poor [pɔ:ʳ, αμερικ pʊr] ΕΠΊΘ
1. poor (lacking money):
2. poor (inadequate):
4. poor κατηγορ (lacking):
5. poor προσδιορ χιουμ dated (humble):
ˈland-poor ΕΠΊΘ αμερικ
poor-ˈspir·it·ed ΕΠΊΘ
ˈpoor box ΟΥΣ
-
- Almosenbüchse θηλ
ˈnu·tri·ent-poor ΕΠΊΘ αμετάβλ
-
- nährstoffarm nach ουσ
de·serv·ing ˈpoor ΟΥΣ πλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
working poor ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
poor soil ΟΥΣ
nitrogen-poor ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.