στο λεξικό PONS
in·debt·ed [ɪnˈdetɪd, αμερικ -t̬ɪd] ΕΠΊΘ κατηγορ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
heavily indebted ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- heavily indebted
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
deeply indebted, heavily indebted
- deeply indebted
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.