in·de·cent [ɪnˈdi:sənt] ΕΠΊΘ
1. indecent:
2. indecent (lewd):
in·de·cent ex·ˈpo·sure ΟΥΣ no pl ΝΟΜ
- indecent exposure
-
- indecent assault
-
- indecent exposure ΝΟΜ
-
-
- indecent
-
- indecent
-
- indecent
-
- indecent
-
- indecent
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.