στο λεξικό PONS
Ent·wick·lungs·hel·fer(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Ab·wick·lungs·maß·nah·men ΟΥΣ πλ ΝΟΜ
Ab·wick·lungs·ge·schäft <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Ab·wick·lungs·mas·se ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Ab·wick·lungs·an·trag ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
Ab·wick·lungs·ver·fah·ren ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Rück·ab·wick·lung [rʏk-] ΟΥΣ θηλ
Scha·dens·ab·wick·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Zah·lungs·ab·wick·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Abwicklungsabteilung ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Abwicklungsform ΟΥΣ θηλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Abwicklungserlös ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Abwicklungsfunktion ΟΥΣ θηλ ΤΜΉΜ
Abwicklungsmethode ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Abwicklungsrisiko ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Abwicklungsbereich ΟΥΣ αρσ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Abwicklungssystem ΟΥΣ ουδ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Deutsche Entwicklungs- und Investitionsgesellschaft ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
Abwicklung ΟΥΣ θηλ
Geschäftsabwicklung ΟΥΣ θηλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Unfallentwicklung ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΟΔ ΑΣΦ, ΠΡΟΤΥΠΟΠ
Entwicklung
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Wicklungsaufteilung
Wicklungsschutz
Statorwicklung
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.