στο λεξικό PONS
Li·qui·da·ti·on <-, -en> [likvidaˈtsi̯o:n] ΟΥΣ θηλ
1. Liquidation τυπικ (Honorarrechnung):
2. Liquidation ΟΙΚΟΝ (Auflösung):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Liquidation ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Liquidation (Abwicklung)
-
- Liquidation (Abwicklung)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.