στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. same [βρετ seɪm, αμερικ seɪm] ΕΠΊΘ
1. same (identical):
- same
-
- same
-
2. same (for emphasis):
3. same (unchanged):
- same
-
II. the same ΕΠΊΡΡ
same-sex [βρετ ˈseɪmsɛks, αμερικ] ΕΠΊΘ
same-sex couple, marriage, relationship:
- same-sex
-
same-sex marriage ΟΥΣ
-
- same
στο λεξικό PONS
I. same [seɪm] ΕΠΊΘ
1. same (identical):
2. same (not another):
II. same [seɪm] ΑΝΤΩΝ
1. same (nominal):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.