I. Samaritan [βρετ səˈmarɪt(ə)n, αμερικ səˈmɛrətn] ΕΠΊΘ
-  Samaritan ΓΕΩΓΡ, ΙΣΤΟΡΊΑ
-  
II. Samaritan [βρετ səˈmarɪt(ə)n, αμερικ səˈmɛrətn] ΟΥΣ
1. Samaritan:
-  Samaritan ΓΕΩΓΡ, ΙΣΤΟΡΊΑ
-  
2. Samaritan (organization):
Good Samaritan ΟΥΣ
Good Samaritan → Samaritan II1
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
