στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. daily [βρετ ˈdeɪli, αμερικ ˈdeɪli] ΕΠΊΘ
- daily routine, visit, journey
-
- daily wage, rate, intake, delivery
-
II. daily [βρετ ˈdeɪli, αμερικ ˈdeɪli] ΟΥΣ
daily newspaper ΟΥΣ
- daily newspaper
- quotidiano αρσ
recommended daily amount [rekəˌmendɪdˌdeɪlɪəˈmaʊnt] ΟΥΣ
- recommended daily amount
-
στο λεξικό PONS
I. daily [ˈdeɪ·li] ΕΠΊΘ
III. daily <-ies> [ˈdeɪ·li] ΟΥΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ
- daily
- quotidiano αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.