στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. domestico <πλ domestici, domestiche> [doˈmɛstiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
1. domestico (che riguarda la casa):
-
- domestica θηλ
-
- domestica θηλ
στο λεξικό PONS
I. domestico (-a) <-ci, -che> [do·ˈmɛs·ti·ko] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.