στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. quotidiano [kwotiˈdjano] ΕΠΊΘ
II. quotidiano [kwotiˈdjano] ΟΥΣ αρσ (giornale)
- la prosaicità della vita quotidiana
-
στο λεξικό PONS
quotidiano (-a) ΕΠΊΘ
1. quotidiano (di tutti i giorni):
- quotidiano (-a)
-
2. quotidiano (solito):
- quotidiano (-a)
-
quotidiano [kuo·ti·ˈdia:·no] ΟΥΣ αρσ (giornale)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.