I. enough [ɪˈnʌf] ΕΠΊΘ
II. enough [ɪˈnʌf] ΕΠΊΡΡ
III. enough [ɪˈnʌf] ΕΠΙΦΏΝ
- enough!
-
IV. enough [ɪˈnʌf] ΑΝΤΩΝ no πλ
1. enough (sufficient quantity):
2. enough:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.