I. much <more, most> [mʌtʃ] ΕΠΊΘ + ενικ
II. much [mʌtʃ] ΑΝΤΩΝ
1. much (relative amount):
2. much (great deal):
3. much with αρνητ μειωτ (poor example):
III. much <more, most> [mʌtʃ] ΕΠΊΡΡ
1. much (greatly):
2. much (by far):
4. much (specifying degree):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.