I. with·out [wɪˈðaʊt] ΠΡΌΘ
1. without (not having, not wearing):
2. without (no occurrence of, no feeling of):
- without conviction
-
without ΕΠΊΡΡ
- without
-
without reservation ΕΠΊΡΡ
- without reservation
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.