se ΑΝΤΩΝ
sêbe ΑΝΤΩΝ gen, ak
5. sebe (2. os. dv., mn. ):
6. sebe (3. os. dv., mn.):
aklimatizíra|ti se <-m; aklimatiziral> ΡΉΜΑ στιγμ, εξακολ αυτοπ ρήμα
blešč|áti se <bleščím; bleščàl> ΡΉΜΑ εξακολ αυτοπ ρήμα
1. bleščati se (svetel predmet):
bráti|ti se <-m; bratil> ΡΉΜΑ εξακολ αυτοπ ρήμα
- bratiti se
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.