I. medi·cal [ˈmedɪkəl] ΕΠΊΘ
II. medi·cal [ˈmedɪkəl] ΟΥΣ οικ
- medical
-
medi·cal cer·ˈtifi·cate ΟΥΣ
- medical certificate
-
medi·cal ex·ami·ˈna·tion ΟΥΣ
- medical examination
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.